ἐπισημότης

ἐπισημότης
ἐπι-σημότης,
A nobilitas, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επισημότητα — η (Α ἐπισημότης) [επίσημος] 1. η ιδιότητα τού επίσημου, κύρος, σοβαρότητα, εγκυρότητα, αυθεντικότητα 2. πανηγυρικότητα («η υποδοχή του έγινε με κάθε επισημότητα») νεοελ. στον πληθ. φρ. «οι επισημότητες τού τόπου» οι επίσημοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”